- λιοτρίβι
- το маслобойня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιοτρίβι — Ακατοίκητος οικισμός της Κύθνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύθνου του νομού Κυκλάδων. * * * το το ἐλαιοτριβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐλαιοτρίβιον (< για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λιο [II])] … Dictionary of Greek
λιοτρίβι — το ιού, το λιοτριβειό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιοτριβείο — και λιοτρίβι και λιοτριβιό και λιτρουβιό, το (AM ἐλαιοτριβεῑον και ἐλαιοτρίβιον) 1. εγκατάσταση παλαιού τύπου με ειδικές μηχανές με τις οποίες εκθλίβεται το λάδι από τους καρπούς τής ελιάς περιλαμβάνει τις μυλόπετρες για το άλεσμα τού ελαιόκαρπου … Dictionary of Greek
ελαιόμυλος — και λαδόμυλος, ο εγκατάσταση για σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου ανάμεσα σε περιστρεφόμενους από ανθρώπους ή ζώα μυλόλιθους για παραγωγή λαδιού, το λιοτρίβι … Dictionary of Greek
λιοτριβ(ε)ιό — και λιοτρουβ(ε)ιό, το το λιοτρίβι, το ελαιοτριβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐλαιοτριβεῖον < ἐλαία (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λιο [II]) + τριβ(ε)ῖον (< τρίβης < τρίβω)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Φολεγάνδρου — Ένα πρωτότυπο Λαογραφικό και Οικολογικό Μουσείο λειτουργεί από το 1988 στην Άνω Mεριά Φολεγάνδρου. Σε μικρή απόσταση από το Kάστρο, ένα στενό μονοπάτι θα σας οδηγήσει σ’ ένα αγροτόσπιτο, το οποίο, μαζί με τα βοηθητικά κτίσματα και τα εξαρτήματα… … Dictionary of Greek
Στζερμπ, Αντάλ — (Szerb). Ούγγρος συγγραφέας (Βουδαπέστη 1901 Μπαλφ 1945). Σπούδασε στο κολέγιο Εοτβός και στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης και του Γκρατς, όπου βραβεύτηκε στην ουγγρική, γερμανική και αγγλική λογοτεχνία. Ως δοκιμιογράφος κατόρθωσε να αναγάγει το… … Dictionary of Greek
ελαιοτριβείο — ελαιοτριβείο, το και λιοτρίβι, το και λιοτριβειό, το τόπος με παλιού συνήθως τύπου μηχανική εγκατάσταση εξαγωγής ελαιόλαδου σε περιορισμένη κλίμακα (πρβλ. ελαιουργείο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαδόμυλος — ο το ελαιοτριβείο, το λιοτρίβι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιοτριβειό — το το ελαιοτριβείο, το λιοτρίβι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)